- χρονοντούλαπο
- tarihin eski eserler dolabı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
χρονοντούλαπο — το, Ν αρχείο («η υπόθεση μπήκε στο χρονοντούλαπο» η υπόθεση έκλεισε, έληξε για πάντα). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + ντουλάπι. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χρονοδούλαπα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek